- τσίπουργκερ - το τσίπουρο "στο πόδι" το fast - τσίπουρο
- τσιπουριτανός - αυτός που είναι πιστός του τσίπουρου και δεν αλλάζει
- τσιπουρίστας - αυτός που πίνει τσίπουρο περιστασιακά είναι "τουρίστας"
- στο άθλημα
- τσιπουρέιτζερ - ο "βετεράνος" μεγάλος σε ηλικία πότης
- τσιπουριάλιτυ - όταν πίνεις και κουτσομπολεύεις τους απέναντι
- τσιπουρική - η φροντίδα του τσίπουρου
- τσιπουργός - πολιτικός που παίρνει σβάρνα τα τσιπουράδικα
- τσιπουrocky - ο "πρωταθλητής" στα καραφάκια
- τσιπουρνό-πουρνό - το τσίπουρο που πίνεται νωρίς
- τσιπου-ράκος - αυτός που "δεν το σηκώνει"
- τσιπουρόκερ - ο ροκάς πότης
- τσιπούρι- ο γνωστός που κάθεται για ένα καραφάκι και δεν ξεκολάει
- τσιπουρική - το τσίπουρο που πίνεται από φοιτητές (ανωτάτη τσιπουρική)
- τσιπουρολόγος - ο πτυχιούχος...
- τσιπουριστής -ειδικότητα αποκτιθήσασα εν το στρατεύματι
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου